- Σίβυλλα
- I
Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε βασιλιά και συμβασίλευσε μαζί του. Επειδή όμως ο Λουζινιάν δηλητηρίασε το γιο του Γουλιέλμου Μομφερατικού Βαλδουίνου E’, έχασε την εκτίμηση των ευγενών, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν εναντίον της. Το 1187, ο Άραβας ηγεμόνας Σάλαχ ελ Ντιν νίκησε το Λουζινιάν σε μάχη κοντά στην Τιβεριάδα λίμνη και μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ. Η Σ. έχασε κάθε πραγματική εξουσία, γιατί το φραγκικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ ουσιαστικά διαλύθηκε και, τρία χρόνια αργότερα πέθανε.IIΌνομα μιας κατηγορίας μαντισσών του αρχαίου κόσμου που έδιναν χρησμούς σε κατάσταση καταληψίας. Τις Σ. συνέδεαν οι αρχαίοι Έλληνες με τη λατρεία των μαντείων του Απόλλωνα και η ανάμνηση τους διατηρήθηκε με διάφορα μυθικά πρόσωπα στα οποία δινόταν ως προσωπικό όνομα το όνομα Σ.: μια από την Τροία, κόρη του Δάρδανου, μια από τη Λιβύη, κόρη του Δία, μια από τη Λυδία που έδρασε στις Ερυθρές, και τέλος τη γνωστή Σ. από την Κύμη, η οποία κατά το θρύλο, έδωσε στο βασιλιά της Ρώμης Ταρκύνιο τον Υπερήφανο τα λεγόμενα Σιβυλλικά βιβλία, από τα οποία οι Ρωμαίοι έπαιρναν απαντήσεις με τη βοήθεια ειδικών ιερέων (των quindecimviri sacris faciun-dis). Κατά την παράδοση η Σ. έμενε σε ένα σπήλαιο κοντά στη λίμνη του Αβέρνο.
O Αινείας μαζί με τον φίλο του Αχάτη συναντούν τη Σίβυλλα. Μικρογραφία του 5ου αι. σε εικονογραφημένο χειρόγραφο της «Αινειάδας» (Βιβλιοθήκη του Βατικανού).
Το άντρο της Σίβυλλας στην Κύμη της Ιταλίας: τραπεζοειδής διάδρομος της αρχαϊκής εποχής, ο οποίος συνδεόταν με τον ναό του Απόλλωνα.
* * *η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α(στην αρχαιότητα) γυναίκα η οποία σε κατάσταση έκστασης προέλεγε, κατά τρόπο αυθόρμητο και χωρίς να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)νεοελλ.μτφ. άτομο μυστηριώδες, αινιγματικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.